- μικροβιοφοβία
- η(ψυχιατρ.) παθολογικός φόβος, ψύχωση, για τα μικρόβια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρόβιο + -φοβία (< -φόβος). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek